- άβολος
- (I)ἄβολος, -ον (Α)1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βολή < βάλλω].————————(II)-η, -ο1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο ακατάλληλος, ο δύσχρηστος2. μτφ. δύσκολος, κακότροπος, ιδιότροπος, δυσκολομεταχείριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βολή (= ευκολία)].
Dictionary of Greek. 2013.